στήμα

στήμα
το / στῆμα, -ήματος, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. το κοράκι
αρχ.
1. το προεξέχον εξωτερικό τμήμα τού ανδρικού μορίου
2. βάθρο στο οποίο περιστρέφεται άξονας
3. (κατά τον Ησύχ.) α) (ως ναυτ. όρος) πιθ. η σταμίνα
β) ο στήμονας τού άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. στήμων σχηματισμένος από το θ. τού ἵστημι με κατάλ. -μα, ο οποίος αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. sthā-man «τοποθεσία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στῆμα — the exterior part of the membrum virile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στημάτων — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήματα — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήματι — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήματος — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • систе́ма — ы, ж. 1. Множество элементов, находящихся в отношениях и связях друг с другом и образующих определенную целостность, единство. || Определенный порядок, основанный на планомерном расположении и взаимной связи частей чего л. Система расстановки… …   Малый академический словарь

  • επανάστημα — ἐπανάστημα, το (Α) 1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή τής επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῡ κωπηλατεῑν», Σχόλ. Αριστοφ.) 2. γεν. κάθε προεξοχή 3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος 4. λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά στημα… …   Dictionary of Greek

  • λινόστημα — λινόστημα, τὸ (Α) ύφασμα από λινάρι και μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στῆμα, παρλλ. τ. τού στήμων] …   Dictionary of Greek

  • ποδόστημα — το, Ν ναυτ. η κατακόρυφη συνέχιση τής τρόπιδας τού πλοίου που διαμορφώνει την πρύμνη, κν. ποδόσταμο και κοράκι τής πρύμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + στημα (< ἵστημι «στήνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”